Κάποιες αναγκαίες παρατηρήσεις πάνω στα τελευταία γεγονότα που συμβαίνουν στο εσωτερικό του αντιεξουσιαστικού χώρου της Θεσσαλονίκης.
Αρχικά, να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν θεωρούμε επ’ ουδενί σώφρον και λογικό να διατυπώνονται θέσεις και καταγγελίες για εσωτερικά θέματα που άπτονται του ανταγωνιστικού κινήματος. Με τρόπο μάλιστα δημόσιο που να είναι ορατά στον καθένα που έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο, καθώς με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο εκτίθενται άνθρωποι και καταστάσεις μπρος στην ποινική αντιμετώπιση τους από τις διωκτικές αρχές αλλά και συμβάλλει στο δημόσιο εξευτελισμό και την κοινωνική ανυποληψία ολόκληρου του αντιεξουσιαστικού χώρου μπρος στην νεοφιλελεύθερη επέλαση του κράτους και του κεφαλαίου. (1)
Ωστόσο επιλέγουμε να τοποθετηθούμε, επειδή κρίνουμε ότι συντρέχουν σημαντικοί λόγοι:
Αφενός οι καταστάσεις με τις εκατέρωθεν επιθέσεις σε αυτοδιαχειριζόμενους χώρους είναι αρκετά σοβαρές και πρέπει να αποφευχθούν τα χειρότερα. Αφετέρου πρέπει να ειπωθούν κάποια σταράτα λόγια σε σχέση με αυτούς που θεωρούν τους εαυτούς τους ακραίους/σκληροπυρηνικούς/υπερ-επαναστάτες και σε σχέση με την τακτική που ακολουθούν όσοι βρίσκονται σε μια πιο δημιουργική σχέση με το κίνημα.
Κι όλα αυτά διατηρώντας την ανωνυμία μας, τόσο μέσα στο κείμενο όσο και μετέπειτα, στην καθημερινή επικοινωνία που θα υπάρχει στις διεργασίες του χώρου, αν υπάρξει κάποιος αντίκτυπος. Ο λόγος είναι απλός: ακόμα κι αν τοποθετούμε τους εαυτούς μας πιο κοντά σε κάποια απ’ τις δυο πλευρές αυτού του ιδιότυπου εμφυλίου, δεν μπορούμε να δεχθούμε ένα εκβιαστικό δίλημμα που καλεί επιτακτικά τους πάντες να ταυτιστούν με κάποια πλευρά. (2)
—
Αν για τους αυτοαποκαλούμενους «ακραίους», οι ακραίες καταστάσεις μπορεί να είναι αναμενόμενες, δεν μπορούμε να δεχτούμε αβίαστα ότι πρέπει να είναι αναμενόμενες από το κομμάτι των ανθρώπων που μέλημά τους είναι να κτίζουν αλληλέγγυες δομές και να προωθούν την αλληλεγγύη μεταξύ των αυτοοργανωμένων και αυτοδιαχειριζόμενων εγχειρημάτων και χώρων.
Αν μας ενδιαφέρει η σαφήνεια και η ουσία, οφείλουμε να δούμε πώς γεννιέται ανέκαθεν η ανάγκη για τέτοια εγχειρήματα και χώρους. Γιατί απ’ τα πρώτα χρόνια ανάπτυξης του αντιεξουσιαστικού κινήματος στην Ελλάδα υπήρχαν διαφορετικές κι αλληλοαντικρουόμενες κουλτούρες και πολιτικές.
Απ’ τη μια μεριά υπήρχαν και υπάρχουν οι λεγόμενοι «υπερεπαναστάτες», άτομα νεαρής κυρίως ηλικίας που οραματίζονται τη μεγάλη νύχτα της επαναστασης, που η δράση τους αρχίζει και τελειώνει στις σπασμένες βιτρίνες και στη σύγκρουση με τα ΜΑΤ. Πολλές φορές τα άτομα αυτά παίζουν στις πλάτες των υπόλοιπων ανθρώπων επιζητώντας συγκρούσεις χωρίς ιδιαίτερο νόημα ενώ φτάνουν και σε κυνικό σημείο να ελπίζουν ότι η πολυθρύλητη επανάσταση που θα ανατρέψει το σύστημα θα εξυπηρετηθεί αν αυξηθεί η δυστυχία κι η αθλιότητα της κοινωνίας (η οποία έτσι δήθεν θα υιοθετήσει αυτόματα τη βίαιη ανατρεπτική δράση).
Απέναντι σε αυτές τις μεγαλόστομες ιδεοληψίες που εμμένουν στη λογική της άρνησης και της διαμαρτυρίας, που δεν έχουν κάτι να προτείνουν αλλά εναποθέτουν τα πάντα στο μέλλον της επανάστασης, αναπτύσσονται ανέκαθεν αυτοοργανωμένα εγχειρήματα που σπάνε τον απομονωτισμό με την υπόλοιπη κοινωνία και που ανοίγουν το παράθυρο σε αυτήν φέρνοντας άμεσα και χειροπιαστά αποτελέσματα.
Οι καταλήψεις και τα στέκια είναι οι παραδειγματικοί φορείς μιας ρεαλιστικής πολιτικής δράσης, με ουσιαστικές και συγκεκριμένες προτάσεις που αφορούν το τώρα. Αποτελούν νησίδες ελευθερίας απέναντι στην καπιταλιστική βαρβαρότητα , οικοδομούν έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής χωρίς καταπιεστές και καταπιεζόμενους, και βελτιώνουν ποιοτικά τη ζωή μας εισάγοντας τις αξίες της αλληλεγγύης και της αυτοοργάνωσης χωρίς να περιμένουν μια επανάσταση που μπορεί να μην έρθει ποτέ.
—
Τα τελευταία χρόνια έχουν σπάσει κάποια στεγανά. Ειδικότερα στη Θεσσαλονίκη, έχει παρατηρηθεί το παράδοξο να δημιουργούνται αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι από άτομα που θεωρούν τον εαυτό τους σκληροπυρηνικούς επαναστάτες.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι μια τέτοια συγκυρία είναι ελπιδοφόρα με την έννοια ότι αρχίζουν να κατανοούν τις αξίες της αυτοοργάνωσης και της αυτοδιαχείρισης, ακόμα κι αυτοί που εκλαμβάνουν την επανάσταση με τον παρωχημένο και κλασικό τρόπο της βίαιης διαμαρτυρίας, της «μεγάλης νύχτας».
Οπότε το ερώτημα που θα μπορούσε να τεθεί είναι για αυτές τις απόπειρες:
θα έπρεπε να αγκαλιάζονται απ’ όσους ήδη εγκολπώσει τις αξίες της αυτοοργάνωσης και της αυτοδιαχείρισης, με σκοπό ίσως και να διαπαιδαγωγηθούν ώστε να διορθωθούν κι οι όποιες ελλείψεις κι ατέλειες στη βάση μιας αξιοπρεπούς πολιτικής παρουσίας; Ή
θα έπρεπε να κρίνονται ανταγωνιστικές κι άρα να σαμποτάρονται με τη σκέψη ότι αποτελούν στρεβλό τρόπο πολιτικοποίησης και κοινωνικοποίησης ανθρώπων που θα ήταν προτιμότερο να έρθουν σε επαφή με πιο αυθεντικές κι ορθολογικές απόπειρες αυτοοργάνωσης κι αυτοδιαχείρισης;
—
Σε μια συγκυρία του πρόσφατου παρελθόντος, λίγους μήνες μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του ’08 (κι ενώ η ευφορία ήταν διάχυτη στους κόλπους του αντιεξουσιαστικού κινήματος κι ενώ το κράτος ακολουθούσε κατασταλτική τακτική ενάντια στις αυτοδιαχειριζόμενες καταλήψεις), αυτό που επιλέξαμε όλοι όσοι συμμετέχαμε τότε σε αυτοοργανωμένα εγχειρήματα, ήταν το δεύτερο.
Αυτό που ήταν κοινός τόπος για τον αντιεξουσιαστικό χώρο της Θεσσαλονίκης, ήταν ότι ο χώρος δεν θα πρέπει να ανέχεται καφρίλες από τη λεγόμενη άγρια νεολαία. Από πάνκηδες, χούλιγκανς και λοιπούς περιθωριακούς που τυπικά μπορούν να θεωρηθούν κοντινοί μας σε μια εξέγερση όπως αυτή του Δεκέμβρη αλλά που ουσιαστικά είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως στα ελευθεριακά ιδεώδη της αλληλεγγύης και της αλληλοκατανόησης κι άρα επικίνδυνοι από πολλές απόψεις.
Επικράτησε δηλαδή η άποψη ότι ως τα πιο συνειδητοποιημένα κομμάτια του κινήματος, πρέπει να περιφρουρήσουμε τις αξίες μας και να περιθωριοποιήσουμε με κάθε τρόπο συμπεριφορές που βλάπτουν και θίγουν την ομαλή λειτουργία του κινήματος και θέτουν σε κίνδυνο της σωματικής τους ακεραιότητας ανθρώπους του κινήματος.
Η αλήθεια είναι ότι είχε παραγίνει τότε το κακό με το συνονθύλευμα των ατόμων που λειτουργούσε κάτω από τη στέγη της street attack και τους περί αυτών.
Ένα χρόνο πριν, αυτό το συνονθύλευμα (αποτελούμενο από βολονταριστές υπερεπαναστάτες και ενθουσιώδεις πιτσιρικάδες μέχρι πανκο-χούλιγκανς και περιθωριακούς) είχαν προσπαθήσει ετσιθελικά να επιβάλλουν το τι είναι ορθώς επαναστατικό να γίνει σε μια πορεία που δεν είχαν δείξει καμιά διάθεση από πριν να συνδιαμορφώσουν.
Ενώ, την ίδια εποχή περίπου, κάποιοι απ’ αυτούς, ακολουθώντας το παράδειγμα των ομοίων τους πριν 5, πριν 10 και πριν 15 χρόνια, αποφάσισαν να σαμποτάρουν αυτοοργανωμένη εκδήλωση επειδή θεώρησαν εαυτούς τους ως απόλυτους και πεφωτισμένους κριτές του τι εστί punk και τι όχι.
Για να μην πάμε κάποιο καιρό νωρίτερα, όταν κάποιοι απ’ αυτούς, προκειμένου να προβούν στην καθαγιασμένη επαναστατική τους γυμναστική, δεν δίστασαν να προκαλέσουν προβλήματα σε εκδήλωση αριστεριστών φοιτητών επιδεικνύοντας με τα ανδραγαθήματά τους ισχυρό πλήγμα εις βάρος των διοργανωτών.
Οπότε με την πρώτη αφορμή έπρεπε να δοθεί ένα μάθημα. Έπρεπε να δοθεί ένα τέλος στην ανευθυνότητα και τη βλακεία. Και το κακό έπρεπε να ξεριζωθεί απ’ τη ρίζα του κι άμεσα.
Και για να γίνει αυτό, έπρεπε να μιλήσουμε τη «γλώσσα» τους, εφόσον βέβαια και η βία δεν είναι εντελώς ξένη στον αντιεξουσιαστικό χώρο (τουλάχιστον τα μισά άτομα του χώρου έχουν λύσει ζητήματα με τη βία κάποτε στη ζωή τους και το συντριπτικό ποσοστό του χώρου θεωρεί τη βία απαραίτητη σε ορισμένες καταστάσεις – βλ. με φασίστες και κνίτες – κι υπό ώριμες συνθήκες – βλ. Δεκέμβρη 2008 – ).
—
Έχουν περάσει 3 χρόνια από τότε και με πιο ώριμη σκέψη, η ιστορία μας καλεί να διαπιστώσουμε αν ήταν ορθή εκείνη η επιλογή της ολοκληρωτικής αντιπαράθεσης με αυτά τα άτομα.
Διακινδυνεύοντας μια εσωτερική αντίφαση και ρήξη με το πανάρχαιο πρόταγμα της αλληλεγγύης στα αυτοοργανωμένα κι αυτοδιαχειριζόμενα εγχειρήματα, επιλέξαμε επίθεση σε κατειλλημένο χώρο με αρκετές δόσεις (στοχευμένης βέβαια) βιαιότητας. Αλλά και με αρκετή αλαζονεία και κυνικότητα, όταν στο νοσοκομείο ήρθαμε σε αντιπαράθεση με φίλους και συγγενείς των τραυματισμένων κάφρων.
Καταφέραμε δηλαδή να γίνουμε σαν τα μούτρα αυτών που φτύναμε! Κατά το πρότυπο ίσως των (περισσότερο γραφειοκρατών και πατερναλιστικών) αναρχικών του παρελθόντος που, όταν τραβούσαν τα αυτιά των πιτσιρικάδων και των πεφωτισμένων υπερεπαναστατών, το κάνανε λες και ήταν ένας μηχανισμός με σκληρή αυστηρότητα και πειθαρχία.
Αυτή η συμμαχία με την αγριότητα των μεθόδων μας ήταν συμμαχία με το διάολο! Επιστροφή στην παρωχημένη και κανιβαλιστική αντίληψη ότι στη βία του αντιπάλου (όποιος και να ναι) πρέπει να απαντάς με περισσότερη βία.
Επίσης σήμερα θα πρεπε να αναρωτηθούμε: ήταν αποτελεσματική εκείνη η επιλογή της σκληρής αντιπαράθεσης ή γύρισε μπούμεραγκ;
Ένα χρόνο μετά το «πέσιμο» στην street attack, η κατάληψη μετά από κάποιο καιρό που φυτοζωούσε, τελικά εκκενώθηκε απ’ τα ΜΑΤ αλλά ο κόσμος αυτός δεν περιθωριοποιήθηκε. Αντίθετα, ανανεώθηκε και συσπειρώθηκε στις πλατείες και στα πανεπιστήμια και πλαισίωσε εγχειρήματα με σαφώς πιο προσδιορίσιμα πολιτικά χαρακτηριστικά (το αυτοδιαχειριζόμενο στέκι ναδίρ και το αυτοοργανωμένο radio revolt συγκριτικά με την κατάληψη της street attack)
Στα πλαίσια αυτά το κομμάτι του κόσμου που θεωρεί τον εαυτό του απόστολο και κήρυκα της «επανάστασης για την καύλα του», απέκτησε οντότητα με πολιτική ή λιγότερο πολιτική παρουσία, ενώ κάποια στιγμή πλήρωσε το τίμημα της υπερεπαναστατικής βολονταριστικής ανωριμότητας του με μια εισβολή της αστυνομίας στο στέκι ναδίρ και κάποιες προφυλακίσεις.
Όσο όμως αποκτούν δύναμη τέτοιες οντότητες, επεκτείνονται και οι καφρίλες τους, πλάι στην αντίληψη τους ότι όπου υπάρχουν, είναι το τσιφλίκι τους.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, αμούστακα παιδιά που μόνο ακουστά έχουν για τη φάση της street attack, έχουν δημιουργήσει κάποιο κόμπλεξ από τη βίαιη αντιμετώπιση που σύσσωμος ο αντιεξουσιαστικός χώρος επεφύλαξε τότε στην street attack.
Λογικό επακόλουθο λοιπόν ήταν, όποτε θα ένιωθαν σιγουριά και δύναμη ή όποτε τους το κατεβάσει το κεφάλι τους, να ανακινήσουν θέμα street attack.
Αυτό που δεν ήταν όμως λογικό επακόλουθο, ήταν το να «τσιμπήσει» πάλι ο υπόλοιπος – πιο ορθολογικά σκεπτόμενος – χώρος.
Ενώ πριν λίγους μήνες, όταν χτυπήθηκε στέκι στα πανεπιστήμια ως παράπλευρη απώλεια της βεντέτας μεταξύ χούλιγκανς του παοκ και του ηρακλή, ο αντιεξουσιαστικός χώρος δεν τσίμπησε και δεν ενεπλάκη στις ανούσιες διαμάχες των χουλιγκάνων, αυτή τη φορά με τους συγκεκριμένους χουλιγκάνους που αυτοαποκαλούνται αναρχικοί, επέλεξε το αντίθετο.
Ο ορθολογικά σκεπτόμενος χώρος αποφάσισε ότι το να προφυλάξει τα νώτα του από χουλιγκάνικες συμπεριφορές σημαίνει να ακολουθήσει για άλλη μια φορά το δρόμο της βίαιης αντιπαράθεσης με τους κάφρους, πιο άδικης όμως αυτή τη φορά. Υιοθετώντας μια συμμορίτικη σχεδόν στρατηγική αποκλεισμού ενός στενού που αράζουν τα συγκεκριμένα υπερεπαναστατημένα χουλιγκάνια, επέλασε εναντίον τους, όχι τόσο στοχευμένα αυτή τη φορά, καθώς χτυπήθηκε άδικα κι άσχημα ένας 16χρονος πιτσιρικάς.
Όταν οι «υγιώς σκεπτόμενοι» του χώρου αντιδρούν έτσι, τι να περιμένει άραγε κανείς απ’ τους «ανεγκέφαλους»;
Θα περίμενε κανείς να σεβαστούν το δίκτυο των αναπτυσσόμενων εγχειρημάτων αυτοδιαχείρισης και κολλεκτιβοποίησης και τις εναλλακτικές δομές κοινωνικής αναπαραγωγής;
Τα άτομα αυτά – τυφλωμένα απ’ τις αφαιρετικές ιδεολογίες και μισαλλοδοξίες – δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τις εξελίξεις, το βελτιωμένο επίπεδο και την ωριμότητα ενός χώρου που σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, τείνει να λύσει το βιοποριστικό πρόβλημα πολλών ανθρώπων χωρίς να έχει απώλειες, που καταφέρνει να έχει σημαντική πολιτική και πολιτιστική επίδραση στην κοινωνία κι ιδιαίτερα στη νεολαία.
Επόμενο λοιπόν ήταν για τους κάφρους υπερεπαναστάτες, όταν νιώθουν ριγμένοι (και γδαρμένοι και θιγμένοι), να αυξάνουν την οργή, τη ματαιοδοξία και τον κομπλεξισμό τους ενάντια σε οτιδήποτε που αυτοί δεν μπορούν να καταφέρουν στα καλύτερα τους όνειρα.
—
Έτσι εχόντων των πραγμάτων και με φόντο ένα ορατό αδιέξοδο, ορισμένα πράγματα οφείλουν να αναδιαπραγματευτούν.
Υποτίθεται ότι ο αντιεξουσιαστικός χώρος απαρτίζεται κι από ευφυή άτομα που θα έπρεπε να κρατήσουν μια ισορροπία. Που ίσως θα έπρεπε και να πλευρήσουν κατευναστικά τους θερμοκέφαλους πιτσιρικάδες, ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα. Δεν είναι πάντα άλλωστε η πιο σωστή επιλογή αυτή της ολομέτωπης αντιπαράθεσης με αυτά τα άτομα.
Ούτε είναι σωστή η τακτική της αποπολιτικοποίησης των ζητημάτων. Ισοδυναμεί με μια προσπάθεια να υπεκφύγουμε ένα πρόβλημα. Δείχνει το πόσο εθελοτυφλούμε.
Μια εύκολη αναγωγή στη φασιστο-προβοκατορολογία και μια ανέξοδη χρήση αγοραίων και σκληρών εκφράσεων (πχ τσουτσέκια, τσογλάνια), δεν πρόκειται να λύσει κανένα πρόβλημα. Αντίθετα πολώνει την κατάσταση ωθώντας στα άκρα αυτούς που είναι το στοιχείο τους να έρχονται στα άκρα.
Είναι αδιανόητο για τη φύση του χώρου και για τις δυνατότητες εξέλιξής του, όταν ένας ουδέτερος παρατηρητής ενημερωθεί για τις εξελίξεις και τις κάφρικες μεθόδους δράσης και των δυο πλευρών, να φτάνει στο συμπέρασμα ότι τα επίπεδα βίας ανεβαίνουν κι απ’ τις δυο πλευρές.
Δεν είναι δηλαδή δυνατόν να παρασέρνονται τόσο άσκεφτα στο διάβα ενός εμφύλιου πολέμου, οι δυνάμεις εκείνες του χώρου που σε φυσιολογικούς ρυθμούς προωθούν την εξέλιξη του. Δεν είναι δυνατόν να διακινδυνεύονται τόσο αψήφιστα δομές αυτοδιαχείρισης κι εναλλακτικού βιοπορισμού, από μια εμμονή να κυριαρχήσουν οι «πολιτισμένοι» πάνω στο πτώμα των «απολίτιστων».
Δεν μας βολεύει με την καμία, σύντροφοι και «σύντροφοι». Κι απευθυνόμαστε ειδικότερα σε σας «πολιτισμένοι σύντροφοι», με κάποιους από τους οποίους έχουμε πορευθεί από κοινού.
Ήδη εμπλεκόμενοι σε μια ανούσια διαμάχη, έχετε γίνει όμοιοι με αυτούς που πολεμάτε, όπως είχαμε γίνει τότε με το πέσιμο στην street attack.
Είναι προτιμότερο να αφήσετε τα καφροπιτσιρίκια και τους πεφωτισμένους ιδεολόγους τους στην ανυποληψία τους.
Αφήστε τους να τονίσουν το υπερεπαναστατικό υπερεγώ τους, αφήστε τους να χαθούν στις αυταπάτες τους, αφήστε τους να νομίζουν ότι με την καφρίλα και με την άσκοπη βία θα έρθει η κοινωνική επανάσταση.
—
Τα πιο συνειδητοποιημένα κι εξελίξιμα κομμάτια του χώρου οφείλουν να αυτό-αποστασιοποιηθούν απ’ τις ανούσιες διαμάχες και να συνεχίσουν να εργάζονται για το χτίσιμο αλληλέγγυων δομών και εγχειρημάτων.
Μέσα στη λαίλαπα του καπιταλισμού οφείλουμε να παραμείνουμε πιστοί στις δημιουργικές μας δυνατότητες ώστε να επιζήσουμε σαν οντότητες και να επεκτείνουμε το ευρύτερο κίνημα.
Έχουμε κατακτήσει σημαντικό ποσοστό αυτονομίας με συνεργατικά δίκτυα απασχόλησης κι οριζόντιες δομές αυτοοργάνωσης που προσφέρουν μια αλληλέγγυα κοινωνική «οικονομία», μια καθημερινότητα περισσότερο λειτουργική και λιγότερο απεχθή, μια πολιτική παρουσία με δίκτυα ευκόλως προσβάσιμα στην υπόλοιπη κοινωνία.
Πλάι στις αυτοδιαχειριζόμενες καταλήψεις και στέκια, σαν χώρος έχουμε αναπτύξει αυτοδιαχειριζόμενες καφετέριες, μπαρ κι εστιατόρια που διευκολύνουν την πολιτική ζύμωση πολύ περισσότερο απ’ ότι τα κλειστά και μουχλιασμένα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα.
Κι είναι μεγάλη αμαρτία να πετάξουμε την κερδισμένη αυτονομία μας στον κάδο των αχρήστων, για χάρη ενός καπρίτσιου και μιας ίντριγκας, για χάρη μιας αδιέξοδης αντιπαράθεσης κι ενός ατελέσφορου τσαμπουκά που μόνο χαμένες μπορεί να βγάλει και τις δυο πλευρές.
ΣΕΒΑΣΜΟΣ-ΑΛΛΗΛΟΚΑΤΑΝΟΗΣΗ-ΣΥΝΕΣΗ-ΣΟΒΑΡΟΤΗΤΑ-ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
Σύντροφοι και συντρόφισσες, πρώην και νυν συμμετέχοντες σε αυτοδιαχειριζόμενα εγχειρήματα
Μάρτιος 2012